ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ;

.
.
.
ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ;
"Αισθητική και διακινδύνευση"

Πολλοί καλλιτέχνες φλερτάρισαν με τη μύχια ικανοποίηση που φαίνεται να προσφέρει η καταστροφή. Η συχνά αχαλίνωτη και τρομαχτική βία ήταν επίσης αναπόσπαστο μέρος των λογής πρωτοποριών πριν κάνουν τις ιδέες πράξη - ήδη από τα μανιχαϊστικά σχήματα των μανιφέστων τους: τον αφετηριακό διαχωρισμό αυτοί-εμείς. Υπάρχουν παραδείγματα που μας δείχνουν ότι η καλλιτεχνική συνείδηση μαγεύεται από την αυθορμησία ενός αποτρόπαιου ξεσπάσματος.

Η παρόρμηση της πράξης (ως δημιουργία αλλά και ως δημιουργική καταστροφή) γίνεται πολλές φορές επιτακτική. Είναι αυτό το ακατανίκητο: «θέλω να πράξω». Γι΄ αυτό η βία εμφανίζεται συχνά ως ένας ημινομιμοποιημένος τρόπος δράσης. Αρκεί να δούμε τις εξόχως επικίνδυνες και βίαιες συγκυρίες εντός των οποίων εκφράστηκαν καλλιτέχνες όπως οι Γ. Μακρής, Φ. Μαρινέτι, Γκ. Κουρμπέ... κ.ά. [link].  

Θα μπορούσαμε σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε δύο άκρως ενδιαφέροντα κείμενα που θεματοποιούν την καταστροφική παρόρμηση των διανοουμένων, αφήνοντας εμπροθέτως ανοιχτά τα ενδεχόμενα να παρεξηγηθεί ο συγγραφέας τους (όπως παρεξήγησε και ίδιος ο ήρωάς τους): το μυθιστόρημα του Γιούκιο Μισίμα Ο ναός του χρυσού περιπτέρου (The Temple of the Golden Pavilion - 1956) με θέμα τον εμπρησμό του βουδιστικού ναού Kinkaku Ji στο Κυότο την 29η Ιουνίου 1950, και το μυθιστόρημα του Χάινριχ Μπελ Μπιλιάρδο στις εννιά και μισή (Billiards at half past nine - 1959) με θέμα την επινοημένη ανατίναξη του Αβαείου του Αγίου Αντωνίου στην μεταπολεμική Κολωνία. Και στις δυο περιπτώσεις οι συγγραφείς αναγνωρίζουν την αδιαμφισβήτητη, διαρκώς βεβαιώσιμη, δυνατότητα να επιλέξει κανείς το κακό.




Εντούτοις οφείλουμε να είμαστε προσεχτικοί όταν αναφερόμαστε σε μια ποιητική της βίας η οποία ξεπερνά τα αισθητικά ζητήματα:

Η ζωή με τα μνημεία είναι αναπόφευκτη. Τα ερείπια είναι υπό μία έννοια ζωντανά – living ruins. Ζούμε στην κυριολεξία ανάμεσά τους. Περπατούμε δρόμους που φέρουν αρχαία ονόματα υπενθυμίζοντας αρχαίες μάχες και επιτεύγματα. Τα καλοκαίρια σπεύδουμε στα αρχαία θέατρα για να παρακολουθήσουμε παραστάσεις αρχαίου δράματος... κ.ο.κ. Οι εμπειρίες μας καθορίζονται, συνήθως υπόρρητα, από εσωτερικευμένες δοξασίες και πρακτικές που κατασκευάζουν και ανατροφοδοτούν τη μνήμη της αρχαιότητας ως βιωμένης ανάμνησης.

Ο τουρισμός, η διαφήμιση και ο εθνικισμός που μας περιβάλουν αποτελούν φαινόμενα της νεωτερικότητας και ανήκουν σε ένα κοινό πεδίο όπου συναντιούνται ποικίλες εκδοχές του φαίνεσθαι: παρατήρηση (observation), θεαματικότητα (spectacularity) και επιτήρηση (surveylance). Το βλέμμα του τουρίστα, το μουσείο ως επιτηρούμενος χώρος και ως χώρος παρατήρησης, η κατανάλωση της αρχαιότητας, όλα συνεισφέρουν σε ένα σύνολο όπου τα μνημεία παρουσιάζονται στις προθήκες ως ερείπια αλλά νεογέννητα ή, μάλλον, άχρονα. Και την ίδια στιγμή έτοιμα προς κατανάλωση. Η πραγματικότητα γύρω μας μεταμορφώνεται σε ένα ιδιότυπο μουσείο-εμπορική προθήκη.

Εντούτοις, σε αυτό το σημείο είναι απαραίτητο να επισημάνουμε ότι, όπως σωστά επισημαίνουν οι Γιάννης Χαμηλάκης και Βασίλης Λαμπρόπουλος (link), ο εθνικισμός δεν είναι αποκλειστικά ένα πολιτικό πρόγραμμα μηχανικά επιβαλλόμενο «εκ των άνω», ούτε συνίσταται σε μια σειρά από παραδοχές που απλώς επιβάλλονται από τους εκάστοτε άρχοντες στους υπηκόους τους. Αυτές οι προσεγγίσεις δεν περιγράφουν το φαινόμενο σε όλη του την πολυπλοκότητα. Ο εθνικισμός κατασκευάζεται εξίσου και «από τα κάτω», αφού αποτελεί ένα πολιτισμικό σύστημα: δηλαδή την ιδεολογία και την οντολογία με τις οποίες οι άνθρωποι οργανώνουν την κοινωνική τους πραγματικότητα, τη φαντασία τους, ακόμη και την προσωπική τους ταυτότητα. 

Ο εθνικισμός εμπεδώνεται μέσω μιας αργής διαδικασίας εναρμονισμού, η οποία καθιστά αντικειμενικές, προφανείς, αληθινές και αναμφισβήτητες τις κοινά αποδεκτές «αλήθειες» του έθνους. Η διαδικασία αυτή μεταμορφώνει τη συγκυρία σε πεπρωμένο, την ιστορικότητα σε φύση, το παρόν σε διαχρονία, ενώ την ίδια στιγμή αποκρύπτει τους μηχανισμούς και τα τεχνάσματα τα οποία μετέρχεται. Το καθήκον ενός σκεπτόμενου πολίτη είναι να αναλογιστεί αυτούς ακριβώς τους μηχανισμούς.

Ο Γιάννης Χαμηλάκης το διατυπώνει ευθαρσώς: Η σφοδρή επιθυμία πολλών να ισοπεδώσουν την εθνικιστική μυθολογία δίχως να λαμβάνουν υπόψη τις περίπλοκες ηθικές και πολιτικές επιπτώσεις μιας τέτοιας κίνησης, καταλήγει να είναι επικίνδυνη και εντέλει αναποτελεσματική παρόρμηση.

Το ζητούμενο είναι μια αλλαγή παραδείγματος, η οποία θα μας κρατήσει μακρυά από την τυφλή βία και ταυτόχρονα θα αποδομήσει την ξενοφοβική, καθηλωτική και ρατσιστική εκδοχή του νεοελληνικού αυτοειδώλου, δίχως να απαρνείται συλλήβδην τα επιτεύγματα του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι ως τώρα φαντάζονταν, ονειρεύονταν και οργάνωναν την προσωπική και την κοινωνική τους ζωή.

Τα λογοτεχνικά έργα προστατεύονται απλώς και μόνο από την υπόδειξη στο εξώφυλλο: μυθιστόρημα / νουβέλα / διήγημα. Αν καταστρατηγήσουμε αυτή την πίστη δεν θα μπορέσουμε να ξαναγράψουμε λογοτεχνία. Η κυριολεκτική  καταστροφή των μνημείων είναι αδιανόητη και ατελέσφορη.

Να ανατινάξουμε στ' αλήθεια τον Παρθενώνα;

Διαβάστε επίσης:
Frank Lentricchia and Jody McAuliffe, Crimes of Art ad Terror, University of Chicago Press.
Matti Hyvarinen & Lisa Muszynski, (eds.), Terror and the Arts – Artistic, Literary and Polirical Interpretations of Violence from Dostoyevsky to Abu Ghraib, Palgrave Macmillan, 2008
Christos Chrissopoulos's Facebook profile BLOG BLOG
Creative Commons License